LoureedasRules

Loureedas Rules

Loureedas Rules
Loureedas Rules

OSIS (10ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ)




Έβαλα τον καφέ ώστε να τον πίνω με το δεξί μου χέρι και προσεκτικά την καραμέλα στο χαρτί. Πήρα τρεις-τεσσερες ρουφηξιές μονομιάς κι ήπια μια γουλιά καφε. Κοίταξα μπροστά μου, στο ξύλο του γραφείου. Άλλη μια μέρα να προσθέσουμε στο ημερολόγιο.
Είχα μερικές ώρες που έφτασα στην Αθήνα. Ένοχη στο αεροδρόμιο χώρας της ανατολής περίμενα τη σειρά μου στον έλεγχο με τους σφυγμούς και την ένταση να χτυπάνε κόκκινο, θυμήθηκα πως έτσι αισθάνεσαι όταν είσαι ερωτευμένος. Ναι, έτσι με όλες τις αισθήσεις στο ζενίθ και την αδρεναλίνη να σ’ εξαντλεί, μ’ αυτόν τον τρελλό ρυθμό που την εκκρίνεις.
Δήθεν ψύχραιμη, με τις απαγορευμένες ουσίες μέσα στα CD, τα Alarm να χτυπάνε από τα σκουλαρίκια, τη ζώνη που φόραγα. Και τα ψιλά στις τσέπες.
Βάζω άλλο ένα κομμάτι σοκολάτα γάλακτος στο στόμα για να φύγει η γεύση της παρανομίας μου και να φανώ ακόμη πιο άνετη. Ενημερωμένη για τις συνθήκες των σωφρονιστικών μέσων της χώρας και πόσο μάλιστα και το γεγονός του φύλου μου, το βλέμμα μου σκλήρυνε, πήρα βαθιά
ανάσα και με την ανυποψίαστη αμφίεση μου, δανείστηκα την χαζοχαρούμενη τουριστική έκφραση που έβλεπα στα πρόσωπα του ζευγαριού μπροστά μου. Σκέφτηκα και το πάρτι που με περίμενε πίσω με τον γυρισμό μου για να κάνουμε. Διήμερο πάρτι με τόσα απαγορευμένα ποτά δεν το χάνω για να μουλιάσω πόσο καιρό, σε κάποιο υγρό κελί παρέα με διάφορα τρωκτικά και κατσαρίδες.
Δεν κατάλαβα πως βρέθηκα στη θέση της πτήσης μου ,
που με πήγαινε κατ’ ευθείαν στην πατρίδα. Σε μερικές ώρες απολάμβανα τους γλυκούς  καρπούς της αγωνίας μου. Ακόμη ένα τηλεφώνημα και ο εγωισμός μου θα έδινε χώρο ικανοποίησης και ευχαρίστησης στην ύπαρξη μου. Ο εγωϊσμός υπερίσχυσε, δεν το έκανα. Προς το παρόν είχα αφήσει όλα τα πράγματα μου, άτσαλα στο πάτωμα της κρεβατοκάμαρας και με αυστηρή επιμέλεια έβγαζα ένα-ένα τα CD’s από τη θήκη τους και τα άπλωσα όλα στο γραφείο. Η ησυχία του σπιτιού με βοηθούσε στο να κινηθώ με θεία κατάνυξη πανω από τα μικρά τετράγωνα διάφανα κουτάκια και τους θησαυρούς που έκρυψα μέσα τους. Με μια κίνηση σ’ εκείνο το χώρο μπορούσα να βρω το παραμικρό. Το τηλέφωνο χτύπησε αλλά σκέφτηκα πως δεν θα το σήκωνα για κανέναν και για τίποτα, όπως και δεν θα άκουγα ακόμη τα μηνύματα των δυο βδομάδων της απουσίας μου.
Μετά από τρεις ώρες είχα ηρεμήσει και προσπαθούσα να σκεφτώ αν έπρεπε να ακούσω τα μηνύματα. Μια περίεργη αίσθηση είχα κοιτώντας το φωτάκι του τηλεφωνητή να αναβοσβήνει. Έδωσα μια ευκαιρία στον εαυτό μου κι έπιασα το ακουστικό για να τηλεφωνήσω στον Όσις. Ήθελα ν’ ακουσω τα καλά του νέα, όπως μου είχε πει την τελευταία φορά που βρεθήκαμε. Τα –επιτέλους- καλά του νέα, με ένα κάλεσμα για καφέ στο σπίτι. Kαλα νέα! καιρός είναι ν’ ακουσω από κάποιον καλά νέα. Ήμουν τόσο περίεργη …Ο τηλεφωνητής ήταν γεμάτος
Δεν σχημάτισα αλλά νούμερα γιατί δεν ήθελα να μιλήσω με κανέναν. Η ζαλάδα στο μυαλό μου με βάραινε λεπτό με το λεπτό περισσότερο κι έτσι έγειρα στον καναπέ απέναντι από την τηλεόραση…
 Δίπλα μου κοιμότανε ο Οσις, πολλές ώρες. Πετάχτηκα ξαφνικά φοβισμένη και τον κοίταξα. Προσπάθησα ν’ ακουσω την αναπνοή του. Δεν τα κατάφερα. Φώναξα για να ξυπνήσει…
 -Ναι…
Με το που κατάφερα να μιλήσω στο τηλέφωνο κατάλαβα πως ήταν εφιάλτης και συνέχιζα την προσπάθεια να ηρεμήσω.
-Είσαι καλά; άκουσα τη φωνή να με ρωτάει απ’ την άλλη άκρη της γραμμής.
-Μμμμ…ννναι. Καλά. Κοιμόμουν
-Α, sorry, αλλά σε πήρα για να σου πω πως πέθανε ο Όσις, από εγκεφαλικό χθες το βράδυ. Νομίζω πως έπρεπε να το ξέρεις. Σα φίλη του…
-Τι; Τι είπες;
-Δεν μπορώ να στο ξαναπώ, είπε με τόνο που φανέρωνε πραγματικό πόνο.
-Ναι. Συγνώμη δεν κατάλαβα, ξαναπέστο μου σε παρακαλώ.
Μου το ξανάπε. Ενώ μια μηχανή, πάγωσε εκείνη τη στιγμή στο μυαλό μου.
Μετά από πόση ώρα δεν θυμάμαι, παραπάτησα ως το γραφείο.
Έκαψα και ήπια δεν ξέρω πόσο και ξανάπεσα στον καναπέ, σχεδόν αναίσθητη. Μήπως ήταν μέρος του εφιάλτη; Δεν μπορώ να σκεφτώ. Δεν θέλω να σκεφτώ. Δεν θέλω να μιλήσω σε κανέναν.
Η νύχτα πέρασε και το πρωινό με βρήκε με το κεφάλι μου ακουμπισμένο πανω στο γραφείο να προσπαθώ να ανοίξω τα μάτια μου. Δεν άντεξα την προσπάθεια και τα άφησα να κλείσουν. Πέρασε σχεδόν μια ώρα για να καταφέρω να σηκώσω το ακουστικό, να μιλήσω με κάποια γνώριμη φωνή, που θα με έβγαζε από την ψύξη του θανάτου. Nαι, ίσως αν μιλήσω με κάποια γνώριμη φωνή να μου φύγει ο απόηχος του μηνύματος που πήρα.
Σχημάτισα ένα νούμερο. Ένα από αυτά, που το χέρι σου πάει από μόνο του χωρίς να περιμένει ειδική εντολή από τον εγκέφαλο. Της το είπα παγωμένα, φοβισμένη μήπως κι είναι αλήθεια και πέταξα το ακουστικό μακριά μου, στο τέλος. Το βλέμμα μου έμεινε καρφωμένο πανω του, σα να έφταιγε γιά όλα αυτό.
Πως μπορείς άραγε να ετοιμάσεις την ψυχή σου σε αναγγελία θανάτου; Και πως μπορείς να την πείσεις να κλείσει την πόρτα πίσω στην απώλεια;
--------->Για τον Ι. <--------