Κάποιες μέρες η γενναιοδωρία των ανθρώπων που είναι δίπλα σου σε ξεπερνάει
και με μια γομολάστιχα σβήνουν μουτζούρες από μέσα σου.
Και σου κάνω την ερώτηση που δεν σ᾽ αρέσει; "Το αξίζω;"
Δεν του ξαναμίλησα για τον χρόνο πιασε καμιά γλώσσασε καμιά απ' αυτές που ήθελε.Το κεφάλι, σαν τσαντισμένος σκύλος γύρισε,που δεν του έκανες το χατήρι.Δεν ήμουν στο σπίτι που ήξερακι άπλωσα το χέρι φως ν' ανάψω,για να προχωρήσω στο σκοτάδινα βρω την πόρτα για να βγω,σε άλλο σύμπαν να περάσω.Τι να του πω;Από κει που δεν θ' άντεχε πέρναγακι έκλεισα με κόπο το παράθυρο απέναντινα μην κάνει ρεύμα και παντού με σκορπίσει.Αλλά, την τελευταία σπίθα μνήμης το μυαλόσαν φυλακτό προσεκτικά θα κρατήσει.