Έχω στα χείλη θησαυρό
όνομα που κράτησα
για συντροφιά στο δρόμο,
κι όταν απ´ το δικό του στόμα
ακούω το δικό μου
στης φωνής αυτής τον τόνο
γίνεται δυνατό.
Βρίσκει μια παρηγοριά στον πόνο.
Για τον λόγο τον απλό,
τον χιλιοειπωμένο, τον μεγάλο,
αισθάνομαι να κολυμπώ
στην αγκαλιά του κόσμου.
Κι αν έχει μείνει η ηχώ
Απ´ τα χείλη που αγάπησα,
νοιώθω πως τ´ όνομα μου
γεμίζει του χώρου το κενό.
Απ´ τα χείλη που αγαπώ,
σα προσευχή ζωής
ακούω τον αναστεναγμό,
ρίχνουν ψιχάλες δροσερής βροχής
σε χώμα διψασμένο και στεγνό.
Απ´ τα χείλη που αγάπησα,
νοιώθω πως τ´ όνομα μου
γεμίζει του χώρου το κενό.
Απ´ τα χείλη που αγαπώ,
σα προσευχή ζωής
ακούω τον αναστεναγμό,
ρίχνουν ψιχάλες δροσερής βροχής
σε χώμα διψασμένο και στεγνό.