LoureedasRules

Loureedas Rules

Loureedas Rules
Loureedas Rules

ΠΟΝΟΣ



Ανοιξα την πόρτα στον πόνο
κι αυτός μου έδωσε
το κλειδί της δύναμης
να βγω από την απελπισία.

Έμεινα μαζί του μόνη
τον άφησα και με θωράκισε
κι απ´ έξω καλά έκλεισε
το κρύο και το φόβο.

Παρέα με τον πόνο
έκανα το όνειρό μου δρόμο

#7

ΓΙΑ ΔΥΟ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΕΙΜΑΙ ΣΙΓΟΥΡΗ:
1ον ΠΩΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΙΓΟΥΡΙΑ
και 2ον ΠΩΣ ΥΠΑΡΧΕΙ ΘΑΝΑΤΟΣ

ΑΝΤΙΟ


Κανένας δεν υπάρχει,
το δάκρυ σαν δόρυ
τρυπάει το προσκεφάλι.
Ήρωας βγαίνει από βιβλίο
σκιά πάνω στον τοίχο
μια λέξη μόνο, αντίο.
Ένα δαχτυλίδι, μια ζωή,
ένα σπίτι, ένα λαχείο,
όσο κρατάει ένα τσιγάρο.
Κι η ίδια πάλι λέξη, Αντίο.

ΘΑ, ΑΓΑΠΗ

Κι αν το τραίνο δεν πήρα
από κει που με είχες αφήσει
στις γραμμές πάνω προχώρησα
ψάχνοντας να βρω τη λύση.
Θα φύγουμε μαζί για τη ζωή
θα φωνάζουμε στο φεγγάρι,
ο ήλιος θα βγαίνει το πρωί
γιατί θα 'μαστε μαζί,
ένα σφουγγάρι αγάπη γεμάτο.


Lou Reed

Ο Λου Ρηντ δεν ήταν απλά φίλος μου, ήταν κολλητός μου. Όταν τον άκουσα πρώτη φορά αισθάνθηκα σα να με πήρε απ´ το χέρι κι άρχισε να μου λέει τις ιστορίες της ζωής του καθώς προχωρούσαμε  στους δρόμους και στα στενά της πόλης του.  Ήταν ο ''αόρατος'' φίλος,  σύντροφος που μαζί ζήσαμε κι αισθανθήκαμε τη θλίψη και τη χαρά. Άκουγε την ψυχή μου, έμπαινε στο μυαλό, βαθειά μέσα μου κι ότι έβλεπε το τύλιγε -σα δώρο- με νότες και μου το σιγοψιθύριζε. Έζησα μαζί του σε μια πόλη που δεν έχω πάει, την δικιά του πόλη. Με πήρε μαζί του σε βόλτες ανάλαφρες, σκοτεινές κι άγριες, μέσα σε νύχτες χωρίς φεγγάρια με μάθαινε να γίνομαι φίλη με τον πόνο και το κάθε φόβο. Τον έβλεπα να βυθίζεται στο πάθος, να ματώνει, να δίνει ραντεβού με το θάνατο, να τον στήνει και να γυρνάει μόνος του στο σπίτι.
 Το διαφορετικό , το πληγωμένο "εγώ" το έκανε ήρωα στην άκρη κάποιου δρόμου, σε γιορτές, σε σταθμούς, παντού. Ο φίλος μου ο Λου ζούσε -και ζει- μέσα σ᾽ ένα σύννεφο, μέσα σε μια μυστική- μουσική συμφωνία, μέσα σε σειρές  από λέξεις που ευλογούν την αμαρτία μου και μετατρέπουν τους εφιάλτες σε όνειρα.
Κι όμως τα λόγια του, αυτοί οι υγροί στίχοι σαν αγιασμένο νερό ποτίζανε την ψυχή μου  και κοιμίζανε τους δράκους μου. Σαν προσευχές. Προσευχές για το καλό και το κακό,γεμάτες με λόγια ωμά και ρομαντικά μαζί. Κάθε βράδυ κι άλλη προσευχή να παίζει σ´ ένα παλιό πικ-απ κι ο χώρος να γεμίζει συγχώρεση και το βλέμμα να τρυπάει το πάτωμα.
Τον φώναζα με φωνή που δεν κατάφερνα να βγάλω, με φωνή από κάποιο πηγάδι που είχα πέσει με τα μούτρα. Κι όμως άκουγε την κραυγή και ήρεμα μου έλεγε πως εγώ τους είχα ορθώσει αυτούς τους τοίχους γύρω μου κι έπρεπε να μόνη μου να τα καταφέρω να βγω, να ελευθερωθώ. Ρούφαγα από τη δύναμη του πολεμιστή φίλου μου. Η δύναμη της αγάπης, η  θλίψη, η γλυκειά μελαγχολία, η αγωνία για την επόμενη στιγμή, ο φόβος, ο εαυτός μου.  Η σκιά που με συντρόφευε χωρίς να το ξέρει, εκεί πίσω, μια οικεία μορφή στα σκοτάδια να καταλαβαίνεις πως σε κοιτάει πίσω απ´ τα μαύρα γυαλιά και ξέρει την επόμενη κίνησή σου. Γιατί ήταν εκεί, καταγράφοντας τον παλμό της ψυχής και τις βόλτες του μυαλού από δω κι από κει. Κι έντυνε τη ζωή μου με νότες και λόγια. Αυτός ο αόρατος  φίλος που ήταν πάντα κοντά μου δεν ζει πια, πέθανε πρωΐ Κυριακής στις 27 Οκτωβρίου. Συνεχίζω όμως να ακούω τα λόγια του δίπλα μου. Συνεχίζει να με παίρνει τρυφερά αγκαλιά με τη φωνή του. Και θα συνεχίζει, γενναιόδωρα, μέχρι τέλους, καμμία προδοσία.