Τα βράδια, όταν όλοι κοιμόντουσαν
αυτή πήγαινε σ´ ένα μεγάλο δωμάτιο,
άναβε ένα κερί κι όταν δεν διάβαζε,
κοίταζε έξω απ´ το τζάμι.
"Ο κόσμος δεν είναι για σένα
κι ούτε εσύ είσαι γι´ αυτόν",
της φώναζε όποιος περνούσε
έξω από κείνο το παράθυρο.
Το πρωΐ κάποιος την έβρισκε
να κοιμάται δίπλα στο λυωμένο κερί
και την ξύπναγε να πάει στο σχολείο.
Όταν θα μεγάλωνε ήξερε τι θα έκανε,
θα μάθαινε την τέχνη
που θα την κράταγε μακριά τους
και δεν θα τους ξανάβλεπε.