LoureedasRules

Loureedas Rules

Loureedas Rules
Loureedas Rules

ΟΙ ΜΕΡΕΣ


Ξύπναγε για την απόλαυση του καφέ,
για του καπνού τις μυρωδιές
μετά ένα σύννεφο έκλεβε απ´τον ουρανό
κι έχωνε μέσα του άρωμα και θλίψη.
Κάποιες μέρες, συνήθως τις Κυριακές,
τα χέρια του γύρω της έσφιγγε,
ακατάληπτες προσευχές έλεγε
κι αυτή τις βάφτιζε άγιες αγκαλιές.
Tις άλλες μέρες με τα χείλη του στο λαιμό
νόμιζε πως της μετρούσε το σφυγμό
για να καταλάβει αν κάτι είχε μείνει
ή ποιος απ´ τους δυό τους το είχε πνίξει.

ΜΑΓΙΚΟ ΧΑΛΙ


Απόφαση έπρεπε να πάρει 
τον κόσμο να επισκεφτεί
αλεξίσφαιρα ρούχα να βάλει
μια νύχτα πολέμου, σαν κι αυτή.
Πριν τον καθρέφτη αντικρύσει,
είναι η ώρα δύο το πρωί
ελπίζει κάποιον πως θα βρει,
μεσ´ τους ανθρώπους οι εχθροί.
Τα σχέδια το κάτοπτρο αλλάζει
που της ζητά να μείνει εκεί,
μασάει στο χάδι που της τάζει,
της ψιθυρίζει στο αυτί
"Ο κόσμος κι απέναντι εσύ,
ερείπια από εκρήξεις
πάνω σε γόβες βυσσινί".
Μετάνοιωσε να βγει στον κόσμο,
φτιάχνει ένα ουράνιο τόξο
το κάνει μαγικό χαλί
και φεύγει για άλλη εποχή

ΑΝΑΠΝΟΕΣ


Πήρα μερικές παγωμένες ανάσες
και γύρισα να στις χαρίσω
Σου έγραψα άλλο ένα γράμμα
μα ήρθε πάλι πίσω.
Χάθηκα σε κάποιες γωνίες
περιμένοντας να γεμίσω
τον πόνο με καπνό
τελειωμένα τσιγάρα
έτοιμη να τα σβήσω
μα απ´ τις κάφτρες άναψα 
τις καραμελλένιες πορείες.
Και πάλι με ανάσες βαριές 
να σχεδιάζω τις ιστορίες
σα μαύρες πινελιές
σ´ ασημόχαρτα πάνω
με χολωμένες αναπνοές,
γραμμές παλάμης
που τις χαράξανε οι μοίρες.
Φτιάχνω ένα σπίτι και μέσα μπαίνω,
σ’ ένα χαρτί θα προσπαθήσω
το θάνατο μου να χωρέσω.
Φοράω τα καλά μου ρούχα
κάθε μέρα, για να είμαι όμορφη
όταν θα έρθει να με βρει.
Πάνω στις μαύρες μου γραμμές
ακροβατώ, μη και χάσω
τη μία μαγική στιγμή
που ο χρόνος δώρο θα μου κάνει.

ΒΟΥΗ

Το σκοτάδι βουίζει στ' αυτιά κάθε βράδυ
σαν τραίνο που στάσεις δεν κάνει
Η απουσία μια συννεφιά καρφιά
να βρέχει στο μυαλό που πονάει
Δυό μονότονες νότες και το ίδιο κομμάτι
 να παίζει ξανά και ξανά.
Μόνο η νύχτα εδώ τριγυρνάει
που τον ύπνο τον καίει σα ζωγραφιά,
σ´ ασημένια χαρτιά

ΤΟ 2.000 ΚΑΙ ΤΟ 9


Δυό χιλιάδες λέξεις
Πέφτουν σαν αστέρια
Μέσα στ' ακριβά ποτά
Παιχνίδια με τα παραμύθια
Χαμένα σε κρυφές σκέψεις
Δύο χιλιάδες καλοκαίρια
Σε σπίτια με χρυσά κλειδιά.
Λες να μην έρθει άλλο;
Και κοιταχτήκαμε
Με τη σκέψη να ξεγυμνώνεται
Τον τελευταίο εραστή σα να ζητά
Σε κάποια αλήθεια της μπροστά.
Τώρα πάμε!
Που τα νούμερά μας όλα,
Μας δώσανε την έμπνευση
Το φινάλε ενός μόνο αριθμού
Του μαγικού εννιά,
Τρία συν έξι εγώ,
πέντε συν τέσσερα εσύ.
Τώρα είναι η ώρα για αλλού.
Τώρα!
Που γελάμε κι όλα είν' αστεία.
Και τις δυό χιλιάδες σκέψεις
Πακέτο όλα, με τα εισιτήρια πάνω
Άσκοπες διακοπές ας πάμε.
"Θέλεις σίγουρα να κάνουμε
το ταξίδι αυτό μαζί;"
"Ναι θέλω,
Γιατί δεν θα ᾽ναι από πίκρα,
Γιατί η πλάκα δεν τελείωσε."
Σα να ξεκινάμε
Μια ακόμη σχολική εκδρομή,
Παίρνοντας το καλύτερο
Απ' τις ζωές μας υλικό.
Τέλεια το στήσαμε
Το τελευταίο σκηνικό
Αθόρυβο,
Στην μέση του Αυγούστου,
Τελευταίο ραντεβού
Πάνω στο Λυκαβηττό
Κι όταν τελείωσε το παιχνίδι
Με τους διακόπτες του μυαλού,
Ψάχνοντας την έξοδο κινδύνου
Το δρόμο πήραμε να πάμε
Στο δώμα ψηλά του λόφου
Φορώντας τα καλά μας ρούχα
οι φλέβες μας απλώσανε 
γύρω μας ένα σύννεφο από άρωμα.
-Προσφορά η τιμή για το δωμάτιο,
είναι δεκαπενταύγουστος! είπε,
τον μεθύσαμε με γέλια, 
με τα γέλια μας που δεν ήξερε,
που μόνο εμείς ξέραμε.
 -Το δωμάτιο που να βλέπει;
Ακρόπολη, Λυκαβηττό ή Ακάλυπτο;
-Ποιο τραγούδι εσύ θα ακούς;
Γυρνάς μ᾽ ένα σταυρό
 χαραγμένο στο μέτωπο
-Το Losing My Religion, εσύ;
-Εγώ το Me And My Bobbie Mc Gee

ΕΔΩ ΚΙ ΕΚΕΙ


Μην φέρνεις πίσω ότι πήρες
είναι φθαρμένα τώρα πια
Μη μου ζητάς να σε κρατήσω
δεν έχω χώρο άλλο πια.
Ω Δια, πως πετά η σκέψη
τρέχει από δω, τρέχει από κει
Όσο και να φωνάζω "στάσου"
Αυτή, στιγμή δε σταματά.
Ποια είναι λεει η αφεντιά σου
που με διατάζει να σταθώ,
Είμαι ελεύθερη να παω
πότε από κει, πότε από δω.
Κι ακόμα δεν καταλαβαίνεις
ακόμα βρίσκεσαι εδώ,
Φύγε σου λεω, εξαφανίσου,
πριν γίνει η πίκρα ουρλιαχτό.