LoureedasRules

Loureedas Rules

Loureedas Rules
Loureedas Rules

AΦΡΟΔΙΤΕΣ ΧΩΡΙΣ ΓΟΥΝΕΣ


Όλα γύρω καταρρέουν, οι πόλεις, οι άνθρωποι, η αξιοπρέπεια... η ζωή μας. Κτήρια παρατημένα, κλειστά τα μαγαζιά, ζευγάρια πλάτη με πλάτη, παιδιά που κρυώνουν και πεινάνε σε σχολεία φαντάσματα, αυτοκτονίες πρώην "καθώς πρέπει" ανθρώπων που ξαφνικά βρεθήκαν στο δρόμο. Οι μεγάλοι σε ηλικία δεν τα καταφέρνουν με τις περικοπές, έχουν ρουφήξει μισθούς, συντάξεις κι απολύσεις και οι νεώτεροι που δεν βρίσκουν τίποτα από δουλειά αλλά ούτε και κάποια ελπίδα για το μέλλον, μόνο φόβο.
 Το φως στο τέρμα του τούνελ που βλέπουμε, έχουμε καταλάβει, πως δεν είναι το φως της εξόδου που πλησιάζουμε να δούμε, αλλά το τραίνο που έρχεται κατά πάνω μας. Τίποτα καινούριο, αυτά που ακούμε κάθε μέρα, από παντού τόσο πολύ, που σε μερικούς ίσως και να έχουν σταματήσει να τους προκαλούν οργή και αγανάκτηση. Σ´ αυτούς που δεν έχει φτάσει ακόμα η σειρά τους...
Η πόλη πάλιωσε, σκούριασε και μυρίζει αποσύνθεση. Όλοι μας ψάχνουμε παλιές φωτογραφίες της και τις χαζεύουμε ελπίζοντας πως με κάθε βλέμμα νοσταλγίας θα την κάνουμε να ανθίσει πάλι. Η πόλη φοβάται εμάς κι εμείς αυτήν. Γεμάτα τα μυαλά με υγρά φόβου κι απελπισίας. Τα βλέμματα στους δρόμους κοιτάνε με καχυποψία τον συνάνθρωπο, καχυποψία πως κάτι άχημο θα του κάνει, πως αυτός που προχωράει δίπλα μας είναι ο υπεύθυνος για όλα τα δεινά του πολέμου που ζούμε.
Τα κρύα σπίτια γίνονται εστίες καύσης νεκρών- ζωντανών. Πολλές φορές προσπαθούμε να πιαστούμε από το παραμικρό για να γατζωθούμε από μια ψευδαίσθηση ελπίδας και να χαμογελάσουμε. Άλλες φορές η πραγματικότητα της κοροϊδίας του "όπως λέμε" κράτους, της τηλεόρασης, μας φέρνουν στην λεπτή γραμμή της απόγνωσης της τρέλλας.
Καρφιά στις εισόδους των σπιτιών τους, καρφώνουν οι "νοικοκυραίοι" για να μη σκοντάψουν βγαίνοντας πάνω στο εξαθλιωμένο παγωμένο και πεινασμένο υπόλοιπο κάποιας ανθρώπινης ύπαρξης. Καρφιά καρφωμένα από απάνθρωπους ανθρώπους που στο τραπέζι τους, στο κρεβάτι τους και στους ναούς της προσευχής τους προσπαθούν να πετάξουν από πάνω τους την αμαρτία και να είναι καλά το αξιοπρεπές τομάρι τους. Ζούμε και ζούν ανάμεσα μας, μέσα στην ανελέητη αβεβαιότητα της σιγουριάς. Νοικοκυραίοι και αρουραίοι...
Μέχρι χτες οι Αφροδίτες φορούσαν γούνες και μακιγιάζ. Τώρα η γούνα κάηκε και μαζί έλυωσε το μακιγιάζ. Δεν φόραγε τίποτα από μέσα απ´ την γούνα. Έμεινε γυμνή και άσχημη. Μέσα σ´ ένα χειμώνα βαρύ.

ΠΟΝΟΣ



Ανοιξα την πόρτα στον πόνο
κι αυτός μου έδωσε
το κλειδί της δύναμης
να βγω από την απελπισία.

Έμεινα μαζί του μόνη
τον άφησα και με θωράκισε
κι απ´ έξω καλά έκλεισε
το κρύο και το φόβο.

Παρέα με τον πόνο
έκανα το όνειρό μου δρόμο

#7

ΓΙΑ ΔΥΟ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΕΙΜΑΙ ΣΙΓΟΥΡΗ:
1ον ΠΩΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΙΓΟΥΡΙΑ
και 2ον ΠΩΣ ΥΠΑΡΧΕΙ ΘΑΝΑΤΟΣ

ΑΝΤΙΟ


Κανένας δεν υπάρχει,
το δάκρυ σαν δόρυ
τρυπάει το προσκεφάλι.
Ήρωας βγαίνει από βιβλίο
σκιά πάνω στον τοίχο
μια λέξη μόνο, αντίο.
Ένα δαχτυλίδι, μια ζωή,
ένα σπίτι, ένα λαχείο,
όσο κρατάει ένα τσιγάρο.
Κι η ίδια πάλι λέξη, Αντίο.

ΘΑ, ΑΓΑΠΗ

Κι αν το τραίνο δεν πήρα
από κει που με είχες αφήσει
στις γραμμές πάνω προχώρησα
ψάχνοντας να βρω τη λύση.
Θα φύγουμε μαζί για τη ζωή
θα φωνάζουμε στο φεγγάρι,
ο ήλιος θα βγαίνει το πρωί
γιατί θα 'μαστε μαζί,
ένα σφουγγάρι αγάπη γεμάτο.


Lou Reed

Ο Λου Ρηντ δεν ήταν απλά φίλος μου, ήταν κολλητός μου. Όταν τον άκουσα πρώτη φορά αισθάνθηκα σα να με πήρε απ´ το χέρι κι άρχισε να μου λέει τις ιστορίες της ζωής του καθώς προχωρούσαμε  στους δρόμους και στα στενά της πόλης του.  Ήταν ο ''αόρατος'' φίλος,  σύντροφος που μαζί ζήσαμε κι αισθανθήκαμε τη θλίψη και τη χαρά. Άκουγε την ψυχή μου, έμπαινε στο μυαλό, βαθειά μέσα μου κι ότι έβλεπε το τύλιγε -σα δώρο- με νότες και μου το σιγοψιθύριζε. Έζησα μαζί του σε μια πόλη που δεν έχω πάει, την δικιά του πόλη. Με πήρε μαζί του σε βόλτες ανάλαφρες, σκοτεινές κι άγριες, μέσα σε νύχτες χωρίς φεγγάρια με μάθαινε να γίνομαι φίλη με τον πόνο και το κάθε φόβο. Τον έβλεπα να βυθίζεται στο πάθος, να ματώνει, να δίνει ραντεβού με το θάνατο, να τον στήνει και να γυρνάει μόνος του στο σπίτι.
 Το διαφορετικό , το πληγωμένο "εγώ" το έκανε ήρωα στην άκρη κάποιου δρόμου, σε γιορτές, σε σταθμούς, παντού. Ο φίλος μου ο Λου ζούσε -και ζει- μέσα σ᾽ ένα σύννεφο, μέσα σε μια μυστική- μουσική συμφωνία, μέσα σε σειρές  από λέξεις που ευλογούν την αμαρτία μου και μετατρέπουν τους εφιάλτες σε όνειρα.
Κι όμως τα λόγια του, αυτοί οι υγροί στίχοι σαν αγιασμένο νερό ποτίζανε την ψυχή μου  και κοιμίζανε τους δράκους μου. Σαν προσευχές. Προσευχές για το καλό και το κακό,γεμάτες με λόγια ωμά και ρομαντικά μαζί. Κάθε βράδυ κι άλλη προσευχή να παίζει σ´ ένα παλιό πικ-απ κι ο χώρος να γεμίζει συγχώρεση και το βλέμμα να τρυπάει το πάτωμα.
Τον φώναζα με φωνή που δεν κατάφερνα να βγάλω, με φωνή από κάποιο πηγάδι που είχα πέσει με τα μούτρα. Κι όμως άκουγε την κραυγή και ήρεμα μου έλεγε πως εγώ τους είχα ορθώσει αυτούς τους τοίχους γύρω μου κι έπρεπε να μόνη μου να τα καταφέρω να βγω, να ελευθερωθώ. Ρούφαγα από τη δύναμη του πολεμιστή φίλου μου. Η δύναμη της αγάπης, η  θλίψη, η γλυκειά μελαγχολία, η αγωνία για την επόμενη στιγμή, ο φόβος, ο εαυτός μου.  Η σκιά που με συντρόφευε χωρίς να το ξέρει, εκεί πίσω, μια οικεία μορφή στα σκοτάδια να καταλαβαίνεις πως σε κοιτάει πίσω απ´ τα μαύρα γυαλιά και ξέρει την επόμενη κίνησή σου. Γιατί ήταν εκεί, καταγράφοντας τον παλμό της ψυχής και τις βόλτες του μυαλού από δω κι από κει. Κι έντυνε τη ζωή μου με νότες και λόγια. Αυτός ο αόρατος  φίλος που ήταν πάντα κοντά μου δεν ζει πια, πέθανε πρωΐ Κυριακής στις 27 Οκτωβρίου. Συνεχίζω όμως να ακούω τα λόγια του δίπλα μου. Συνεχίζει να με παίρνει τρυφερά αγκαλιά με τη φωνή του. Και θα συνεχίζει, γενναιόδωρα, μέχρι τέλους, καμμία προδοσία. 

Πάω να με βρω

Τι πολύπλοκο αυτό το παιχνίδι με τα λόγια...
Τι έχω στο κεφάλι μου, τι έχεις στο δικό σου!
εξηγήσεις να δίνονται σε κάθε φράση
και σε ποιούς δρόμους μας πάει η κάθε μια...
στα σοκάκια του μυαλού.
Πως να τ᾽ ακολουθήσω και τι να φανταστώ;
Ξύπνησα, κοίταξα στον καθρέφτη
και είδα έναν εαυτό που δεν μου έρεσε.
"Αυτή δεν είμαι εγώ" σκέφτηκα.
Άνοιξα την πόρτα κι έφυγα.
Έφυγα να πάω να με βρω.

ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ

Με φωνάζει η βροχή, για να ξυπνήσω
να τρέξω να την αγκαλιάσω,
να κοιμηθούμε σα πρώτη φορά μαζί
και μέσα στα σκοτάδια της να αγιάσω.
Πέφτω στην αγκαλιά της σα μωρό,
με καθαρίζουν τα νερά της
σκουπίζει το αίμα, γιατρεύει τη πληγή
μου ψιθυρίζει τη δικιά της προσευχή.
Το χτες μη το φοβάσαι, δεν θα ξαναρθεί,
έφυγες μακριά, έχεις ξαναγεννηθεί,
μια αστραπή μονάχα θα σου δείξει
τον εφιάλτη που εκεί πίσω έχει χαθεί.
Μόνο τόσο, όσο κρατάει αυτή η λάμψη
θα φανεί ότι έμεινε από την εγκατάλειψη
μέσα στο στοιχειωμένο σου το σπίτι
και θ᾽ απλώσει στην ψυχή φως και γαλήνη.

#6

Οι καλύτερές μας μέρες... εφιάλτης για άλλους

ΚΙ ΑΝ


Κι αν τύχη και με δεις να περπατάω
από την άλλη πλευρά του δρόμου
προσπάθησε απαλά να με ξυπνήσεις.
Κι όταν με δεις με όπλο κάποιον άλλο
να σκοπεύω, εστίασέ το πάνω σου.
Κι αν μία σφαίρα μόνο δεις πως έχω
φεύγοντας βάλε στο χέρι μου μαχαίρι
κι άσε τη φωτιά να καίει.

Δύο Όνειρα


Σε βρήκα χρόνια μετά,

-πόσα δεν μέτρησα, για το καλό,-

σε κάποιο σκαλί να με περιμένεις

κρατώντας μια κλωστή κι ένα βελόνι.
Κέντα στο στήθος σε παρακαλώ
την συνάντηση αυτή
τώρα που μείναμε μόνοι
πάνω στ´ ουρανού τα χαλιά.
Σε βρήκα τον ίδιο ξανά
μέσα στον κόσμο με τα ίδια κλειδιά,
μια ζεστή αγκαλιά και γύρω κρύο.
Τα ωραία όνειρα είναι για δύο.

Φθνινόπωρο

Ταξίδια, κάποιες ώρες,
Λόγια, εικόνες, προβολές
Παιχνίδια από δεκαετίες 
Εκεί ήμασταν
Κι εδώ ξαναβρεθήκαμε.
Δεν είναι τίποτα
Παρά μια κίνηση, μια ματιά
Μια αέρινη αγκαλιά,
Να γίνουν τα πάντα.
Ένα γλυκό φιλί στα πεταχτά
Χαϊδεύει την καρδιά
Κι ανοίγει ένα φθινόπωρο
Παράθυρα ιδρωμένα,
Στον πρωϊνό αέρα
Χώρο κάνει  για σένα
Πρωταγωνιστές πια εμείς
Στην ταινία της ζωής
Πολεμιστές πάλι εμείς
στης σχέσης την αρένα.









#5

Κι από όνειρο ευχάριστο ξυπνάς κι από εφιάλτη. Όταν ξυπνάς απ᾽ το όνειρο ξανακοιμάσαι για το συνεχίσεις, ενώ από εφιάλτη σηκώνεσαι και πας για τσιγάρο. Αυτά... πάω για τσιγάρο

ΔΕΝ ΘΥΜΑΜΑΙ


Δεν θυμάμαι, 

περίεργο μαζί κι οδυνηρό.

Σα να μην ήμουν πουθενά,

σα να μη σε ζούσα 

όλο εκείνο τον καιρό.

Ψάχνω να σε θυμηθώ

σε κάποιο τραγούδι,
να γυρίσεις για λίγο στο μυαλό,
την έλλειψη να αισθανθώ.
Τόσο λίγο ήταν τελικά αυτό
που τόσο πολύ προσπάθησα
κοντά του για να κρατηθώ!


Αυτό το αόρατο χέρι
που κοντά σου με τράβαγε
μακριά σου τώρα με πάει.
Εγώ, που ποθούσα να πονέσω
για έναν έρωτα χαμένο,
το δράμα του να ζήσω, 
μια άδεια η αίσθηση μόνο
-χωρίς τον πόνο- παίρνω.
Κι αυτό το λυτρωτικό κενό
με δυσκολία υπομένω 
Για ποιον έρωτα θα έχω να λέω;

Ο ΑΛΛΟΣ ΔΡΑΚΟΣ



Άλλαξα την ζωἠ μου
και μπήκα σ´ άλλο παραμύθι
τον δράκο πάλι αγάπησα
τον κράτησα μέσα στο σπίτι.
Προσμένοντας
με το χάδι του
κάθε που βραδιάζει
στο κρεβάτι του
γλυκά να με κοιμίζει.
Με πουπουλένιες κουβέντες
περίμενα να με τυλίγει,
το κρύο έξω να κλείνει.
Να με μάθει τι θες
μέσ᾽ απ᾽ το άγνωστο βλέμμα
και τις βαριές σιωπές.
Γιατί άρχισα να φοβάμαι 
το νόημα απ´ τις λέξεις μου
κι άρχισα να τις κλειδώνω 
στο κουτί με τις σκέψεις, 
μη και σε λάθος σειρά τις βάλω.

ΛΟΓΙΑ


     


Σου αφήνω μόνο μια μυρουδιά,

την κλείνω σε μπουκάλι
Αν τύχει κι η θύμηση λυγίσει,
στη ζωή σου πίσω
για να με γυρίσει.
Η παρουσία μου έγινε βαριά
και κλέβει τη ζωή 
μέσα απ´ τα χέρια σου,
γιατί δεν χαμογελάει άλλο πιά.
Τα λόγια πέφτουν σαν σπαθιά,
κόβουν ομφάλιους λώρους, 
χωρίζουνε τους δρόμους μας,
πατάνε πάνω σ´ όρκους.

Είναι οι στιγμές,
που σβήνουνε τους χρόνους.
Η δύναμη που έχει η στιγμή
να διαγράψει τη ζωή.
Η δύναμη που έχει το στόμα
να κάνει την αγάπη χώμα.

ΔΡΟΜΟΙ ΙΙ



Στον δικό σας το δρόμο,
κάθε στενό είναι δικό μας
κάθε σοκάκι εμείς το βαφτίσαμε
και το ποτίσαμε με δάκρι και πόνο
κι όσο πονάμε τόσο μακριά μας
διώχνουμε τον δικό σας τον φόβο.
 Μας δένουν τα χέρια
μας ραντίζουν σα φυτά
μας κοιμίζουν με χάπια.
Νομίζουν πως τα όνειρά μας
θα κάνουν φτερά.
Δεν ξέρουν πως οι δρόμοι 
έχουν τα δικά μας σοκάκια
και στενά που φοβίζουν
τα μικρά τους μυαλά.
Πως κάθε όνειρο ανήμερο,
θερεύει σε κάποια στοά.
Εκεί τα κεφάλια δεν σκύβουν,
εκεί λοιώνουν οι φόβοι,
και γράφονται αλλοιώς οι νόμοι.
Νόμοι της πείνας, της δίψας
της αγωνίας για σένα και μένα.
Κάθε όνειρο τρόμος και σφαίρα
που πίσω σε σας πάλι γυρνά.
Σφαίρες σφηνώνονται σε σάρκα
-"μεμονομένα περιστατικά", πολλά-
ο δρόμος μυρίζει θάνατο,
αλυσίδες, ξύλο, κελιά.
Βγαίνουμε πάλι απ´ τα στενά,
εδώ είμαστε, σε σας μπροστά
να πολεμάμε για το όνειρο
να πολεμάμε για το χαμόγελο,
πρωταγωνιστές στους εφιάλτες σας.
Στον επόμενο στίχο
άσε με να σε φιλήσω

.